γέρμος

γέρμος
-η, -ο
ο έρμος, ο έρημος.
————————
ο
ονομασία τού ψαριού Θύννος ο μακρόπτερος, λευκός τόννος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γερμός — ο [γέρνω] 1. η κλίση προς τα κάτω 2. η κλίση σκάφους προς τη μια πλευρά …   Dictionary of Greek

  • γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”